Κατατάσσονται ως χημειοθεραπεία τα φάρμακα που, με διάφορους τρόπους, καταστρέφουν τα κύτταρα που πολλαπλασιάζονται με υψηλό δείκτη, όπως τα καρκινικά κύτταρα. Τα συγκεκριμένα φάρμακα επιτίθενται τα κύτταρα στην ώρα της διαίρεσής τους, σταματούν τη διαίρεση κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να τα οδηγήσουν σε θάνατο.
Τα φυσιολογικά κύτταρα με υψηλό δείκτη πολλαπλασιασμού, όμως, με τη χορήγηση χημειοθεραπείας, υφίστανται την ίδια μοίρα. Αυτά τα κύτταρα είναι, για παράδειγμα, τα κύτταρα του εντέρου και τα κύτταρα του μυελού των οστών.
Γι’ αυτόν τον λόγο, η χημειοθεραπεία έχει μεγάλο φάσμα τοξικοτήτων, όπως π.χ. διάρροια κι αναιμία. Ωστόσο, η χορήγησή της επιλέγεται διότι σε πολλές περιπτώσεις, τα οφέλη από τη θεραπεία υπολογίζονται ως πολύ πιο σημαντικά από τις επιπτώσεις της.
Υπάρχουν πολλά χημειοθεραπευτικά φάρμακα, τα οποία ομαδοποιούνται ανάλογα με τον τρόπο δράσης τους. Από αυτά, οι ανθρακυκλίνες και συγκεκριμένα η δοξορουβικίνη κι η επιρουβικίνη, είναι τα πιο αποτελεσματικά φάρμακα για τα σαρκώματα μαλακών μορίων κι αποτελούν την πρώτη επιλογή για τη θεραπεία της πλειοψηφίας αυτών των όγκων. Η ανθρακυκλίνες είναι τοξικές για τις φλέβες κι η τοποθέτηση ενός υποδόριου σκευάσματος για τη χορήγηση του φαρμάκου σε μια κεντρική φλέβα είναι επιθυμητή, αλλά όχι απαραίτητη.
Διάφοροι συνδυασμοί με άλλα φάρμακα έχουν δοκιμαστεί με σκοπό τη βελτίωση της απόδοσης των ανθρακυκλίνων, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Μόνο ο συνδυασμός της δοξορουβικίνης με ιφοσφαμίδη προσφέρει καλύτερη ανταπόκριση του όγκου όταν συγκρίνεται με τη μονοθεραπεία με δοξορουβικίνη. Ωστόσο, ο συνδυασμός αυτός έχει υψηλότερη πιθανότητα παρενεργειών και δεν προσφέρει ουσιαστική παράταση της περιόδου μέχρι την πρόοδο της νόσου. Για τον λόγο αυτόν, έχει καθιερωθεί ως πρώτη και μόνη επιλογή για την εισαγωγική κι επικουρική θεραπεία, αλλά η χρήση του στην πρώτη γραμμή της μεταστατικής νόσου αντί της μονοθεραπείας είναι αμφιλεγόμενη κι επιλέγεται λαμβάνοντας υπόψιν πολλές παραμέτρους της νόσου και του ασθενούς.
Σε πολύ συγκεκριμένες κι ειδικές περιπτώσεις, μπορεί η δοξορουβικίνη να μην είναι η πρώτη επιλογή του εξειδικευμένου ογκολόγου για το μεταστατικό σάρκωμα. Αυτό συμβαίνει όταν η προβλεπόμενες τοξικότητες δεν είναι αποδεκτές, όταν ο ιστότυπος είναι χημειοανθεκτικός, δηλαδή, είναι γνωστό ότι δεν ανταποκρίνεται στη χημειοθεραπεία, όταν ο ιστότυπος φέρει μια γνωστή μετάλλαξη για την οποία υπάρχει μια στοχευμένη θεραπεία ή όταν ο ιστότυπος έχει καλή ανταπόκριση σε άλλα χημειοθεραπευτικά φάρμακα. Ιστότυποι όπως το λειομυοσάρκωμα της μήτρας, το αγγειοσάρκωμα, ο μονήρης ινώδης όγκος ή το μυξοειδές λιποσάρκωμα είναι παραδείγματα που, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, θα μπορούσε να χορηγηθεί ένα χημειοθεραπευτικό σχήμα χωρίς δοξορουβικίνη. Ωστόσο, οι εξαιρέσεις είναι πολλές. Ο εξειδικευμένος ογκολόγος γνωρίζει πότε είναι υψηλότερες οι πιθανότητες επιτυχίας μιας θεραπείας χωρίς δοξορουβικίνη.
Δυστυχώς, κάποια στιγμή ένα μεταστατικό σάρκωμα θα αποκτήσει μια ανθεκτικότητα στην πρώτη γραμμή χημειοθεραπείας κι η αντιμετώπισή του αποτελεί μεγαλύτερη πρόκληση για τον παθολόγο-ογκολόγο. Η ανταπόκριση στις θεραπείες μειώνεται απότομα μετά την πρώτη γραμμή, φτάνοντας κοντά στο 0% μετά την τρίτη γραμμή χημειοθεραπείας. Κατά συνέπεια, η επιλογή της δεύτερης γραμμής χημειοθεραπείας είναι κομβική και καθοριστική για την πορεία του σαρκώματος και βασίζεται σε πολλές παραμέτρους, όπως στην ανταπόκριση στις προηγούμενες θεραπείες, στην εμπειρία του ογκολόγου, στη φυσική κατάσταση του ασθενούς, αλλά και στις επιθυμίες του.
Υπάρχουν διαφορετικά χημειοθεραπευτικά φάρμακα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν μετά τη δοξορουβικίνη, όπως η μονοθεραπεία με ιφοσφαμίδη. Άλλες επιλογές είναι:
Τραβεκτεδίνη. Φάρμακο με καλή ανταπόκριση σχεδόν όλων των σαρκωμάτων στη δεύτερη γραμμή θεραπείας. Είναι εξαιρετικά τοξικό για τις φλέβες κι απαιτεί την τοποθέτηση υποδόριου εμφυτεύματος για τη χορήγησή του από κεντρική φλέβα. Η τραβεκτεδίνη χορηγείται σε συνεχή έγχυση για ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο κι απαιτεί νοσηλεία ή χρήση αντλίας για κατ’ οίκον χορήγηση. Συχνές παρενέργειες είναι η λευκοπενία (χαμηλός αριθμός λευκοκυττάρων), η αναιμία, η ανορεξία, ο πονοκέφαλος, ο έμετος, μια ήπια αύξηση της χολερυθρίνης κι η κόπωση.
Παζοπανίμπη. Μία αντιαγγειογενετική θεραπεία με καλή ανταπόκριση σχεδόν σε όλα τα σαρκώματα, μετά από αποτυχία θεραπείας με δοξορουβικίνη. Χορηγείται από του στόματος και συχνά γίνεται καλά ανεκτή. Είναι μια από τις προτιμώμενες επιλογές στη δεύτερη γραμμή, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε περιπτώσεις όπου η δοξορουβικίνη αντενδείκνυται. Οι πιο συνήθεις παρενέργειες είναι η υπέρταση κι ο υποθυρεοειδισμός.
Συνδυασμοί με βάση τη γεμσιταβίνη. Ο πιο συχνός είναι ο συνδυασμός με δοσεταξέλη. Ο συγκεκριμένος συνδυασμός είναι χρήσιμος σε όλους τους ιστότυπους, με καλύτερη ανταπόκριση στο λειομυοσάρκωμα της μήτρας. Οι πιο συνήθεις παρενέργειες είναι η λευκοπενία (χαμηλός αριθμός λευκοκυττάρων), η αναιμία, ο έμετος, η αλωπεκία, η αρθραλγία, η μυαλγία, η περιφερική νευροπάθεια, η στοματίτιδα κι η κατακράτηση υγρών.
Εριβουλίνη. Φάρμακο με καλές ανταποκρίσεις, ιδιαίτερα στο λιποσάρκωμα. Οι πιο συχνές παρενέργειες είναι η λευκοπενία (χαμηλός αριθμός λευκοκυττάρων), η αναιμία, η περιφερική νευροπάθεια, η αρθραλγία, η ανορεξία, η κόπωση, η αλωπεκία κι ο έμετος.
Άλλες επιλογές. Υπάρχουν κι άλλα φάρμακα που μπορούν να αποδειχθούν χρήσιμα, ανάλογα με την περίπτωση, όπως π.χ. οι υψηλές δόσης ιφοσφαμίδης στο μεταστατικό συνοβιακό σάρκωμα ή η τεμοζολομίδη στο λειομυοσάρκωμα της μήτρας