Το πιο συχνό σάρκωμα των οστών είναι το οστεοσάρκωμα. Παρουσιάζεται συνήθως σε εφήβους 13-16 χρονών, ενώ μετά από αυτή την ηλικία η συχνότητα εμφάνισης μειώνεται δραστικά, για να αυξηθεί ξανά σε ενήλικες άνω των 65 ετών.
Πολύ συχνά, το πρώτο σύμπτωμα είναι ένας πόνος, που μπορεί ο ασθενής να το αποδώσει είτε σε φυσική άσκηση, είτε σε έναν μικρό τραυματισμό. Με την πάροδο του χρόνου, ο ήπιος πόνος γίνεται όλο και πιο συνεχής κι έντονος, μέχρι να προκαλέσει δυσκολίες στην κίνηση.
Το οστεοσάρκωμα έχει ιδιαίτερα υψηλή μεταστατική ικανότητα. Χωρίς τη μεσολάβηση εντατικής χημειοθεραπείας, το ποσοστό ασθενών που αναπτύσσουν μεταστάσεις είναι κοντά στο 100%. Οι πνεύμονες και τα οστά, παρότι απομακρυσμένα από την πρωτοπαθή εστία, είναι οι πιο συχνές εντοπίσεις μεταστάσεων.
Ο απεικονιστικός έλεγχος συμπεριλαμβάνει την απλή ακτινογραφία και τη μαγνητική τομογραφία. Επιπλέον, μια αξονική τομογραφία της περιοχής μπορεί να είναι χρήσιμη τόσο για τη διάγνωση, όσο και για τον σχεδιασμό του χειρουργείου. Πριν οποιαδήποτε θεραπευτική επέμβαση, είναι απαραίτητη η διενέργεια μιας αξονικής του θώρακος κι ενός σπινθηρογραφήματος των οστών, για να αποκλειστεί η παρουσία μεταστάσεων. Μία PET/CT τομογραφία μπορεί να αντικαταστεί αυτούς τους δυο απεικονιστικούς ελέγχους.
Υπάρχουν έξι διαφορετικοί τύποι οστεοσαρκώματος. Ως εκ τούτου, η μελέτη της βιοψίας από εξειδικευμένο παθολογοανατόμο κρίνεται απαραίτητη.
Η θεραπεία του οστεοσαρκώματος είναι μακρά και ξεκινά με σχήματα πολυχημειοθεραπείας. Το πιο χρησιμοποιούμενο σχήμα συνδυάζει τρία χημειοθεραπευτικά φάρμακα: σισπλατίνη, δοξορουβικίνη και μεθοτρεξάτη (σχήμα MAP -Methotrexate, Adriamycin, cis-Platin). Οι υψηλές δόσεις που απαιτεί η θεραπεία του οστεοσαρκώματος είναι εξαιρετικά τοξικές κι ο ασθενής πρέπει να παρακολουθείται στενά από τον ογκολόγο, για την αποφυγή τυχόν παρενεργειών κι άμεση επέμβαση σε περίπτωση εμφάνισής τους.
Μετά από 10 εβδομάδες χημειοθεραπείας, πραγματοποιείται το χειρουργείο. Αφαιρείται ο όγκος κι ο παθολογοανατόμος τον εξετάζει για την επιβεβαίωση της διάγνωσης και τον υπολογισμό της ανταπόκρισης στη χημειοθεραπεία. Είναι πολύ σημαντικό η παθολογική εξέταση του εξαιρεθέντος όγκου να πραγματοποιηθεί από τον ίδιο παθολογοανατόμο που είχε πραγματοποιήσει την εξέταση της βιοψίας, για τον σωστό υπολογισμό της ανταπόκρισης. Η πληροφορία αυτή είναι σημαντική για την πρόγνωση του ασθενούς και για την επιλογή της χημειοθεραπείας που θα λάβει στο δεύτερο στάδιο.
Μία εβδομάδα μετά το χειρουργείο, η δεύτερη φάση της χημειοθεραπείας ξεκινά. Το σχήμα μπορεί να διαφέρει ελαφρά, ανάλογα με την ανταπόκριση στην προεγχειρητική θεραπεία. Η χημειοθεραπεία συνεχίζει έως τη συμπλήρωση των 30 εβδομάδων του σχήματος.
Η παραπάνω θεραπεία μειώνει θεαματικά την πιθανότητα εμφάνισης μεταστάσεων, από το 100% στο 20 με 30% των περιπτώσεων. Ωστόσο, οι ασθενείς παρακολουθούνται στενά μετά τη θεραπεία, ώστε να προγραμματιστεί η κατάλληλη αντιμετώπιση σε περίπτωση μεταστατικής υποτροπής. Η παρακολούθηση είναι επίσης απαραίτητη για τον εντοπισμό ενδεχόμενων επιπλοκών ή παρενεργειών από τη θεραπεία. Ο ογκολόγος θα αντιμετωπίσει τις παρενέργειες της χημειοθεραπείας και θα εντοπίσει πιθανές μεταστάσεις, για να προχωρήσει στην άμεση θεραπεία τους.
Παράλληλα, ο ασθενής θα πρέπει να παρακολουθείται από τον ορθοπεδικό, για να αντιμετωπιστούν πιθανές επιπλοκές από το χειρουργείο. Πολύ συχνά τα συγκεκριμένα χειρουργεία απαιτούν την τοποθέτηση προθέσεων, οι οποίες χρήζουν ειδικού χειρισμού από τον ορθοπεδικό. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η ηλικία των ασθενών, καθώς πολλοί ασθενείς με οστεοσάρκωμα είναι πολύ νέοι και βρίσκονται ακόμα σε φάση ανάπτυξης. Σε κάποιους από αυτούς τους ασθενείς χρησιμοποιούνται ειδικές προθέσεις κι ενδεχομένως να χρειαστεί η αντικατάσταση της πρόθεσης μερικά χρόνια μετά το πρώτο χειρουργείο.