Τα ινοσαρκώματα είναι όγκοι που αποτελούνται από κύτταρα που εκκρίνουν ίνες κολλαγόνου. Η πρωτοπαθής εστία μπορεί να εμφανιστεί σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος, ενώ η πιο συνηθισμένη εντόπιση είναι ο μηρός.

Το ινοσάρκωμα παρουσιάζεται συνήθως ως μια ανώδυνη μάζα που μεγαλώνει. Όπως με οποιοδήποτε άλλο σάρκωμα, η διάγνωσή του απαιτεί, μετά από μια μαγνητική, μια βιοψία. Ο εξειδικευμένος παθολογοανατόμος μπορεί να αναγνωρίσει 5 διαφορετικούς υπότυπους ινοσαρκώματος:

1. Ινοσάρκωμα του ενήλικα: Ο πιο συχνός υπότυπος, που διαγιγνώσκεται κυρίως μεταξύ των 30 και των 60 ετών. 

2. Επιθηλιοειδές ινοσάρκωμα: Ένα πολύ σπάνιο σάρκωμα, που προσβάλλει άτομα περίπου 45 χρονών, με δυσμενέστερη πρόγνωση.

3. Μυξοϊνοσάρκωμα: Υπότυπος που διαγιγνώσκεται σε ηλικίες 50-70 ετών κι έχει καλύτερη πρόγνωση. 

4. Ινομυξοειδές ινοσάρκωμα: Είναι ένας υπότυπος με ακόμη καλύτερη πρόγνωση, αλλά με τοπικές υποτροπές, ακόμα και μεταστάσεις, ακόμη κι όταν έχουν περάσει πάνω από 5 χρόνια μετά το χειρουργείο.

5. Βρεφικό ινοσάρκωμα: Ίδιο με το ινοσάρκωμα του ενήλικα, αλλά με σαφώς καλύτερη πρόγνωση. Αναπτύσσεται στο πρώτο έτος ζωής, ενώ έως το 80% διαγιγνώσκονται εκ γενετής.  

Η θεραπεία πρώτης επιλογής είναι το χειρουργείο, πραγματοποιημένο πάντα από εξειδικευμένο χειρουργό, με την υποστήριξη μιας εξειδικευμένης πολυεπιστημονικής ομάδας. Η εφαρμογή εισαγωγικής ή επικουρικής θεραπείας θα εξαρτηθεί από παραμέτρους που συσχετίζονται με την ιστολογική διάγνωση και με τον ασθενή. Το συνολικό θεραπευτικό πλάνο πρέπει να έχει προγραμματιστεί από την πολυεπιστημονική ομάδα εξειδικευμένων ιατρών εκ των προτέρων, αμέσως μετά τη βιοψία και πριν από οποιαδήποτε επέμβαση.