Τα σαρκώματα εντοπίζονται στα οστά ή στα μαλακά μόρια (μύες, λίπος, αγγεία, κ.ά.), τα οποία βρίσκονται σε όλο το σώμα. Επομένως, τα συμπτώματα διαφέρουν ανάλογα με την εντόπιση του σαρκώματος.
Η πιο συχνή εντόπιση είναι τα πόδια και τα χέρια. Τα σαρκώματα στα οστά προκαλούν πόνο στην περιοχή. Ο πόνος είναι αρχικά ήπιος, αλλά η έντασή του με την πάροδο του χρόνου αυξάνεται. Όταν η εστία βρίσκεται κοντά σε μια άρθρωση, μπορεί να υπάρχει δυσλειτουργία της κλείδωσης, με δυσκολία στις κινήσεις. Εάν είναι στο μακρύ μέρος του οστού (διάφυση) είναι πιθανό να προκαλέσει κάταγμα.
Τα σαρκώματα της οπισθοπεριτοναϊκής χώρας (ο χώρος πίσω από τα έντερα, όπου βρίσκονται τα νεφρά) μεγαλώνουν συνήθως χωρίς να προκαλέσουν κανένα σύμπτωμα για ένα απροσδιόριστο, τις περισσότερες φορές μεγάλο, χρονικό διάστημα. Τα πρώτα συμπτώματα είναι συχνά η συμπίεση του στομάχου (ναυτία, έμετος, ανορεξία), του εντέρου (δυσκοιλιότητα, ειλεός), της ουροδόχου κύστης (συχνοουρία), των νεφρών (νεφρική δυσλειτουργία), του ήπατος (ηπατική δυσλειτουργία) ή/και των πνευμόνων (δύσπνοια).
Τα σαρκώματα που εντοπίζονται μέσα στα όργανα προκαλούν συμπτώματα
δυσλειτουργίας του συγκεκριμένου οργάνου. Κατά συνέπεια, το σάρκωμα του
πνεύμονα ξεκινά με δύσπνοια, ενώ το σάρκωμα του στόμαχου κι άλλων σημείων του
γαστρεντερικού συστήματος προκαλεί ναυτία, έμετο, ανορεξία ή γαστρορραγία. Το
σάρκωμα του νεφρού, της ουροδόχου κύστης και του προστάτη συνήθως
διαγιγνώσκονται λόγω δυσουρίας, επίσχεσης ούρων, αιματουρίας ή νεφρικής
δυσλειτουργίας. Το σάρκωμα του ήπατος προκαλεί ηπατική δυσλειτουργία (ίκτερο,
υπνηλία). Τα γυναικολογικά σαρκώματα συχνά εμφανίζονται με μητρορραγία. Τα
σαρκώματα της περιοχής της κεφαλής και του τραχήλου είναι συνήθως πιο εμφανή,
με επώδυνες μάζες.
Το ευρύ φάσμα συμπτωμάτων εμπλέκει πολλές ιατρικές ειδικότητες
στην αρχική διάγνωση ενός σαρκώματος, ανάλογα με την εντόπιση της πρωτοπαθούς
εστίας. Αν κι η πιο συχνή εντόπιση είναι τα χέρια και τα πόδια, οδηγώντας τον
ασθενή στον χειρουργό ή τον ορθοπεδικό, άλλες εντοπίσεις απαιτούν τη συμμετοχή
παθολόγων, γαστρεντερολόγων, πνευμονολόγων, ουρολόγων, κτλ.
Η τελική διάγνωση των σαρκωμάτων απαιτεί πάντα μια απεικόνιση και
μια παθολογοανατομική επιβεβαίωση. Επομένως, οι ειδικότητες που συμμετέχουν εκ
των ουκ άνευ είναι η ακτινολογία κι η παθολογοανατομία.
Η κλινική υπόνοια ενός σαρκώματος απαιτεί μια πρώτη διαγνωστική προσέγγιση με μια απλή ακτινογραφία κι ένα υπερηχογράφημα.
- Απλή ακτινογραφία: Αξιόπιστη για τη διάγνωση των σαρκωμάτων των οστών, αλλά και συμπληρωματική για τη διάγνωση των σαρκωμάτων μαλακών μορίων.
- Υπερηχογράφημα: Ειδική μέθοδος για τη διάγνωση των επιφανειακών σαρκωμάτων των μαλακών μορίων, σε συνδυασμό με την απλή ακτινογραφία.
Μετά τη μελέτη αυτών των εξετάσεων, ο εξειδικευμένος ακτινοδιαγνώστης θα επιλέξει την ακτινοδιαγνωστική μέθοδο που θεωρεί καλύτερη ή προτιμότερη για να αποσαφηνίσει περαιτέρω τη διάγνωση.
- Αξονική τομογραφία (CT scan): Χρήσιμη για τη διάγνωση σαρκωμάτων
των οστών και για τον προγραμματισμό ενός χειρουργείου. Επίσης, είναι η εξέταση
επιλογής για τον προεγχειρητικό αποκλεισμό ενδεχόμενων μεταστάσεων.
- Μαγνητική τομογραφία (MRI): Είναι η προτιμότερη εξέταση για τα
περισσότερα σαρκώματα, κυρίως τα σαρκώματα μαλακών μορίων. Ξεχωρίζει τον όγκο
από τις ανατομικές δομές, όπως τα αγγεία, επιτρέποντας έναν πιο σαφή
προγραμματισμό του χειρουργείου.
- Τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (PET scan): Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν
προσθέτει δεδομένα στη διαγνωστική διαδικασία. Δεν προσφέρει στην παρακολούθηση
για την εκτίμηση της ανταπόκρισης στις θεραπείες κι η χρήση του στα σαρκώματα
περιορίζεται σε συγκεκριμένους ισοτύπους. Η πραγματοποίηση ενός PET-CT καθυστερεί την έναρξη της θεραπείας,
επομένως πρέπει να χρησιμοποιηθεί μόνο όταν κρίνεται απαραίτητο από μια ομάδα
ιατρών εξειδικευμένων στα σαρκώματα.
Ένας ακτινοδιαγνώστης εξειδικευμένος στα σαρκώματα, μετά τη μελέτη των κλινικών κι ακτινολογικών στοιχείων, μπορεί να θέσει την υπόνοια ενός ή λίγων συγκεκριμένων ιστότυπων σαρκώματος. Η ακτινοδιαγνωστική στα σαρκώματα είναι ένα σημαντικό στάδιο, αλλά η τελική ταυτοποίηση του όγκου γίνεται μόνο με τη μελέτη βιοπτικού υλικού.
Κανένας θεραπευτικός χειρισμός, συμπεριλαμβανομένου και του
χειρουργείου, δεν πρέπει να εφαρμόζεται πριν τη λήψη μιας βιοψίας, όταν ένας
όγκος κρίνεται ότι θα μπορούσε να είναι ένα σάρκωμα, βάσει ακτινολογικών
χαρακτηριστικών.
Η πιο σημαντική και κρίσιμη φάση της αντιμετώπισης ενός σαρκώματος είναι η ιστολογική ταυτοποίησή του. Η παθολογοανατομική διάγνωση των σαρκωμάτων αποτελεί μεγάλη πρόκληση, εφόσον υπάρχουν πάνω από 80 διαφορετικά είδη σαρκώματος κι είναι καθοριστικής σημασίας, διότι όποιος θεραπευτικός χειρισμός προκύψει, βασίζεται στην ταυτοποίηση του παθολογοανατόμου.
Η ιστολογική ταυτοποίηση ενός σαρκώματος από τον παθολογοανατόμο πραγματοποιείται μετά από βιοψία. Η βιοψία είναι απαραίτητη ενέργεια προτού ξεκινήσει οποιαδήποτε θεραπευτική διαδικασία κι έχει σκοπό τη λήψη δείγματος ιστού, ο οποίος πρέπει να είναι επαρκής κι αντιπροσωπευτικός του σαρκώματος, ώστε να θεωρείται έγκυρο για τη διάγνωση και τη σταδιοποίηση. Ως εκ τούτου, η βιοψία πρέπει να προγραμματιστεί βάσει των κλινικών κι απεικονιστικών δεδομένων κι απαιτεί τη συνεργασία των εξειδικευμένων ιατρών, καθώς μόνο ένας εξειδικευμένος χειρουργός ή επεμβατικός ακτινολόγος μπορεί να την πραγματοποιήσει για να εξασφαλίσει την ασφάλεια της διαδικασίας. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με όλες τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες, η βιοψία είναι υποχρεωτική για όλους τους όγκους που εντοπίζονται εν τω βάθει και για τους επιφανειακούς όγκους με διάμετρο άνω των 3 εκατοστών.
«Στάδιο ενός καρκίνου» είναι ο όρος που χρησιμοποιούμε για να
περιγράψουμε την επέκταση της πρωτοπαθούς εστίας, αλλά και γειτονικές κι
απομακρυσμένες εντοπίσεις. Το κάθε στάδιο συνδέεται με μια στατιστική
προσέγγιση της πρόγνωσης της νόσου και βάσει αυτού θα προγραμματισθούν οι
διαφορετικοί θεραπευτικοί χειρισμοί που θα χρειαστούν για την καλύτερη έκβαση
του ασθενούς.
Η σταδιοποίηση των σαρκωμάτων απαιτεί πάντα μια απεικόνιση και μια
παθολογοανατομική εκτίμηση. Επομένως, οι ειδικότητες που συμμετέχουν εκ των ουκ
άνευ είναι η ακτινολογία κι η παθολογοανατομία.
Επίσης, τα σαρκώματα των οστών, τα σαρκώματα μαλακών μορίων και τα σαρκώματα εσωτερικών οργάνων, ακολουθούν κι αυτά διαφορετικά συστήματα σταδιοποίησης, αποτέλεσμα της εγγενούς ετερογένειας των σαρκωμάτων.
Για τον λόγο αυτόν απαιτείται εξειδικευμένη γνώση από τον ειδικό που θα κάνει τη σταδιοποίηση, ώστε να αποφευχθούν άστοχες ιατρικές επεμβάσεις.
Ο βαθμός κακοήθειας είναι το αποτέλεσμα ενός στατιστικού αλγόριθμου που εκτιμά την πιθανότητα να εμφανίσει μεταστάσεις ο συγκεκριμένος όγκος.
Ένα σάρκωμα μπορεί να έχει χαμηλό, ενδιάμεσο ή υψηλό βαθμό κακοήθειας, πληροφορία που είναι βασική για την εφαρμογή εισαγωγικής ή επικουρικής θεραπείας.