Γνωρίζοντας ότι κάποια σαρκώματα αναπτύσσονται όταν υπάρχει μια σημαντική έκκριση ορμονών (βλ. Σαρκώματα της ανάπτυξης), η θεωρία ότι μπορούν επίσης να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, έχει κάποια βάση. Ωστόσο, δεν έχει παρατηρηθεί μια αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης σαρκώματος σε εγκυμονούσες γυναίκες, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Μόνο ο δεσμοειδής όγκος φαίνεται να εξαρτάται από την ορμονική έκκριση και πράγματι, υπάρχει μια αυξημένη τάση να εμφανιστεί αυτό το σάρκωμα κατά την εγκυμοσύνη.

Ο δεσμοειδής όγκος δεν έχει δυνατότητα μετάστασης και συνήθως αποδράμει αυτόματα μετά τη γέννα. Κατά συνέπεια, το χειρουργείο δεν ενδείκνυται σε καμία περίπτωση, κι ειδικά εφόσον η γυναίκα κυοφορεί. Η μόνη εξαίρεση για αυτόν τον κανόνα είναι η περίπτωση μεγάλου δεσμοειδούς όγκου του κοιλιακού τοιχώματος, που εμποδίζει την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου. Σε αυτή και μόνο την περίπτωση ο όγκος μπορεί να πρέπει να αφαιρεθεί, πάντα κατόπιν συμβουλής ενός ογκολόγου εξειδικευμένου στη θεραπεία των σαρκωμάτων, επειδή η υποτροπή λόγω του χειρουργείου είναι σχεδόν σίγουρη, μετά το πέρας της εγκυμοσύνης.

Η ταυτόχρονη διάγνωση σαρκώματος άλλου τύπου κι εγκυμοσύνης είναι σπάνια σύμπτωση. Αποτελεί μεγάλη πρόκληση, όχι μόνο θεραπευτική, αλλά και διαγνωστική, εφόσον οι διαγνωστικές μέθοδοι συμπεριλαμβάνουν κι ακτινολογικές τεχνικές που μπορούν να βλάψουν το έμβρυο. Δεν υπάρχουν οδηγίες για την αντιμετώπιση σαρκωμάτων κατά την εγκυμοσύνη και πρέπει όλες οι θεραπευτικές αποφάσεις να ληφθούν από ιατρούς εξειδικευμένους στα σαρκώματα, μετά από εκτενή συζήτηση με την ασθενή.

Λόγω της τοξικότητας και της υψηλής πιθανότητας τερατογένεσης της χημειοθεραπείας, η εφαρμογή της στα πρώιμα στάδια της εγκυμοσύνης δεν είναι εφικτή. Στις περιπτώσεις όπου η προεγχειρητική χημειοθεραπεία αποτελεί κανόνα, όπως στα σαρκώματα των οστών, η καθυστερημένη εφαρμογή της χημειοθεραπείας μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο υποτροπής της νόσου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο πρόωρος τερματισμός της εγκυμοσύνης πρέπει να εξεταστεί ως επιλογή, προτού ξεκινήσει οποιαδήποτε μορφή θεραπείας. Σε περιπτώσεις όπου η χρήση της χημειοθεραπείας ή της ακτινοθεραπείας είναι επικουρική (μετεγχειρητική), πρέπει να υπολογιστούν διάφορες παράμετροι σε στενή συνεργασία με τον γυναικολόγο, ώστε να δοθεί η δυνατότητα ασφαλούς πρόωρου τοκετού, με σκοπό την ελάχιστη καθυστέρηση των επικουρικών θεραπειών.

Ιδιαίτερη περίπτωση είναι η διάγνωση ενός σαρκώματος του οπισθοπεριτοναϊκού χώρου σε εγκυμονούσα γυναίκα. Σε αυτή την εντόπιση, τα σαρκώματα μπορούν να αναπτύσσονται χωρίς συμπτώματα πολύ καιρό πριν την εγκυμοσύνη και να διαγνωσθούν σε έναν από τους τακτικούς υπερήχους της κύησης. Οι μεγάλες οπισθοπεριτοναϊκές μάζες μπορεί να εμποδίζουν την ομαλή ανάπτυξη του εμβρύου στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, ενώ η επικουρική χημειοθεραπεία ενδείκνυται στα σαρκώματα υψηλού βαθμού κακοήθειας αυτής της εντόπισης. Η κάθε περίπτωση πρέπει να μελετηθεί από μια ομάδα ιατρών εξειδικευμένων στα σαρκώματα με συμμετοχή του γυναικολόγου, υπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους ώστε να δοθεί το καλύτερο θεραπευτικό πλάνο τόσο για τη γυναίκα, όσο και για το μωρό της.