Το σάρκωμα Ewing (Σάρκωμα του Ίουινγκ από το όνομά του στα ελληνικά) ανήκει στην ευρύτερη ομάδα σαρκωμάτων από μικρά μπλε στρογγυλά κύτταρα κι αναγνωρίζεται με την ανίχνευση ειδικών μεταλλάξεων που αφορούν κυρίως στο γονίδιο EWSR1, οι οποίες δεν είναι παρούσες στα άλλα σαρκώματα της ομάδας. Πρόκειται για σάρκωμα των οστών, αν κι υπάρχουν περιπτώσεις εξωσκελετικού σαρκώματος Ewing, που αναπτύσσεται συνήθως στην περίοδο της εφηβείας.
Το πρώτο σύμπτωμα είναι ο πόνος στην περιοχή της πρωτοπαθούς εστίας, η οποία είναι πολύ συχνά μια άρθρωση. Παρόλο που η διάγνωση γίνεται συνήθως όταν ο όγκος είναι περιορισμένος στο οστό από το οποίο αναπτύσσεται, το σάρκωμα Ewing θεωρείται πάντα μια εκτεταμένη νόσος, λόγω της υψηλής συχνότητας απομακρυσμένων μεταστάσεων.
Η διάγνωση απαιτεί μια μαγνητική τομογραφία της περιοχής, μια αξονική τομογραφία του σώματος, ένα σπινθηρογράφημα οστών (τα δυο τελευταία αντικαθίστανται συχνά με ένα PET/CT), μια βιοψία του μυελού των οστών και μια βιοψία της πρωτοπαθούς εστίας. Μετά τη βιοψία της πρωτοπαθούς εστίας, ένας παθολογοανατόμος εξειδικευμένος στα σαρκώματα επιβεβαιώνει τη διάγνωση και καθορίζεται το θεραπευτικό πλάνο από μια ομάδα ιατρών (ογκολόγο, ακτινοθεραπευτή, χειρουργό), το οποίο είναι χρονικά εκτενές.
Το σάρκωμα Ewing αντιμετωπίζεται με εισαγωγική χημειοθεραπεία, χειρουργείο κι ενδεχομένως, επικουρική ακτινοθεραπεία κι επικουρική χημειοθεραπεία. Απαιτούνται περίπου 42 εβδομάδες θεραπείας. Χρησιμοποιούνται διάφορα χημειοθεραπευτικά σχήματα κι η επιλογή τους εξαρτάται από την ανταπόκριση του όγκου μετά την εισαγωγική χημειοθεραπεία. Συνεπώς, ο όγκος που έχει αφαιρεθεί κατά το χειρουργείο πρέπει να μελετηθεί από εξειδικευμένο παθολογοανατόμο, ο οποίος πρέπει να είναι ο ίδιος που μελέτησε την προεγχειρητική βιοψία, ώστε να προσδιορίσει το ποσοστό ανταπόκρισης.
Η απαιτούμενες υψηλές δόσεις χημειοθεραπείας κι η νεαρή ηλικία των ασθενών με σάρκωμα Ewing, ενέχουν κίνδυνο μακροχρόνιων παρενεργειών, οι οποίες πρέπει να παρακολουθούνται σε τακτική βάση από εξειδικευμένο ογκολόγο.