Το λειομυοσάρκωμα της μήτρας είναι ένα συχνό σάρκωμα, το συχνότερο όσον αφορά στη μήτρα (αποτελεί το 5-60% των σαρκωμάτων της μήτρας και το 10% όλων των όγκων της μήτρας). Όπως τα λειομυοσαρκώματα άλλων εντοπίσεων, αναπτύσσεται από κύτταρα του λείου μυός (οι ακούσιες μυϊκές ίνες).

Εμφανίζεται ως μητρορραγία και κοιλιακό άλγος σε γυναίκες 45-65 ετών. Η αποτελεσματική θεραπεία είναι η χειρουργική αφαίρεση της μήτρας, η οποία πρέπει να είναι εξ ολοκλήρου. Η σωστή διάγνωση του λειομυοσαρκώματος είναι κρίσιμης σημασίας, γιατί κάποιες φορές μπορεί ο όγκος να φανεί σαν καλοήθες μύωμα της μήτρας, το οποίο δεν απαιτεί την αφαίρεση ολόκληρης της μήτρας. Ωστόσο, ένα ατελές χειρουργείο λειομυοσαρκώματος είναι επικίνδυνο, λόγω υψηλής πιθανότητας διασποράς της νόσου. 

Η επικουρική θεραπεία μετά το χειρουργείο δεν ενδείκνυται συστηματικά. Η ακτινοθεραπεία δεν προσφέρει όφελος στη μείωση πιθανότητας τοπικής υποτροπής. Επίσης, δεν είναι ξεκάθαρος ο ρόλος της επικουρικής χημειοθεραπείας και δεν υπάρχουν δεδομένα που να υποστηρίζουν αυτή την αγωγή συστηματικά. Μόνο σε πολύ συγκεκριμένες περιπτώσεις, μια ομάδα ιατρών εξειδικευμένων στη θεραπεία των σαρκωμάτων μπορεί να αποφανθεί ότι η επικουρική ακτινοθεραπεία κι χημειοθεραπεία θα έχουν κάποια οφέλη για την ασθενή.

Το λειομυοσάρκωμα της μήτρας είναι ένα πολύ επιθετικό σάρκωμα. Στις περιπτώσεις όπου η νόσος δεν είναι μεταστατική εξ αρχής και χειρουργείται, το ποσοστό μεταστατικής υποτροπής παραμένει ακόμα υψηλό. Στη μεταστατική νόσο, η θεραπεία επιλογής είναι η χημειοθεραπεία. Παρόλο που υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν την καλή ανταπόκριση της νόσου στον συνδυασμό γεμσιταμπίνη-δοσεταξέλη, η συγκεκριμένη θεραπεία δεν είναι καλύτερη από τις ανθρακυκλίνες κι η δοξορουβικίνη εξακολουθεί να είναι η πρώτη επιλογή για τις ασθενείς. Η παράλειψη της δοξορουβικίνης είναι μόνο αποδεκτή στο πλαίσιο μιας κλινικής μελέτης ή μιας απόφασης από μια ομάδα ιατρών εξειδικευμένων στα σαρκώματα.